Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

γαῖα αἶα

См. также в других словарях:

  • αία — Ομηρική λέξη που σημαίνει γη, χώρα, πατρίδα, αλλά αποτέλεσε και τοπωνύμιο κατά την αρχαιότητα. 1. Μυθική χώρα πέρα από τον Εύξεινο Πόντο, που χώριζε το βορειοανατολικό τμήμα της Ευρώπης από το βορειοδυτικό τμήμα της Ασίας. Η μυθική Α. ήταν κράτος …   Dictionary of Greek

  • γαία — Αρχέγονη ελληνική θεότητα, η οποία στη Θεογονία του Ησιόδου εμφανίζεται στην αρχική δημιουργία του κόσμου, αμέσως μετά το Χάος. Η Γ. γέννησε μόνη της τον Ουρανό, τον Πόντο και τα Όρη και ύστερα, με σύζυγο τον Ουρανό, τους Τιτάνες, τους Κύκλωπες… …   Dictionary of Greek

  • ГЕЯ — [греч. Γαία, ῾Αία, Γἠ], в греч. мифологии мать земля. Древнейшее доолимпийское божество, игравшее важнейшую роль в теогоническом процессе. Г. род. вслед за Хаосом (Hes. Theog. 116 сл.). Она одна из 4 первопотенций (Хаос, Земля, Тартар, Эрос),… …   Православная энциклопедия

  • Gea — Para otros usos de este término, véase Gaia. Gea, por Anselm Feuerbach (1875). Fresco del techo de la Academia de Bellas Artes de Viena. Gea o Gaya (en griego antiguo Γαῖα Gaĩa o Γαῖη Gaĩê, ‘suelo’ o ‘tierra’; en koiné Γῆ Gễ) es la diosa… …   Wikipedia Español

  • γη — Γ. ονομάζεται γενικά το έδαφος πάνω στο οποίο κατοικούμε (ετυμολογείται από το αρχαίο γαία). Με ευρύτερη έννοια, ορίζεται επίσης η οικουμένη, ο επίγειος κόσμος, η επιφάνεια του εδάφους. Γ., όμως, ονομάζεται κυρίως ο τρίτος πλανήτης του ηλιακού… …   Dictionary of Greek

  • πατρίδα — η / πατρίς, ίδος, ΝΜΑ 1. η γη τών πατέρων, τών προγόνων, ο τόπος τής γέννησης, τής καταγωγής κάποιου («ἐμοὶ δὲ γῆ μὲν πατρὶς οὐκ ἀνώνυμος, Σπάρτη», Αριστοφ.) 2. (με στενότερη έννοια) η πόλη ή το χωριό όπου γεννήθηκε κανείς και διαμένει κανονικά… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»